- σκοπεῖα
- σκοπεῖαinstruments of observationneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκοπείον — τὸ, Α [σκοπός / σκοπεύω] συν. στον πληθ. τὰ σκοπεῑα αστρονομικό όργανο παρατήρησης … Dictionary of Greek
σπλαγχνοσκοπία — η, ΝΜΑ, και σπλάγχνο σκοπεία Μ η μαντεία που γινόταν με εξέταση τών σπλάγχνων τού ζώου το οποίο προσφέρθηκε στη θυσία, αλλ. ιεροσκοπία νεοελλ. ιατρ. μακροσκοπική εξέταση τών σπλάγχνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλάγχνα + σκοπιά (< σκόπος < σκοπός < … Dictionary of Greek